- ανασφα(γ)ή
- η щель, трещина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνασφάλωσιν — ἀνασφάλλω rise from a fall aor subj act 3rd pl ἀνασφά̱λωσιν , ἀνασφάλλω rise from a fall aor subj act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)